εὐεργετικός — productive of benefit masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… … Dictionary of Greek
ευεργετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευεργεσία, ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος: Ευεργετική βροχή. 2. για νόμο, αυτός που παρέχει ειδικά προνόμια: Ευεργετικός νόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργετικά — εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc pl εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc/acc dual εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικώτερον — εὐεργετικός productive of benefit adverbial comp εὐεργετικός productive of benefit masc acc comp sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικωτέραις — εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl εὐεργετικωτέρᾱͅς , εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικῶν — εὐεργετικός productive of benefit fem gen pl εὐεργετικός productive of benefit masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικόν — εὐεργετικός productive of benefit masc acc sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικώτατον — εὐεργετικός productive of benefit masc acc superl sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικαῖς — εὐεργετικός productive of benefit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργετικαί — εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)