ευεργετικός

ευεργετικός
η , ό[ν]
1) благотворительный, благодетельный; 2) благотворный? -о κλίμα благотворный климат;

ευεργετική επίδραση — благотворное влияние;

§ ευεργετικός νόμος — а) закон, дающий привилегии, льготы или исключительные права кому-л.;

ευεργετική παράσταση — бенефис;

έχω την ευεργετική μου — а) быть объектом упрёков, укоров старших; — б) быть мишенью для шуток со стороны друзей


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ευεργετικός" в других словарях:

  • εὐεργετικός — productive of benefit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεργετικός — ή, ό (ΑΜ εὐεργετικός, ή, όν) [ευεργέτης] 1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.) 2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι… …   Dictionary of Greek

  • ευεργετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευεργεσία, ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος: Ευεργετική βροχή. 2. για νόμο, αυτός που παρέχει ειδικά προνόμια: Ευεργετικός νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐεργετικά — εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc pl εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc/acc dual εὐεργετικά̱ , εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικώτερον — εὐεργετικός productive of benefit adverbial comp εὐεργετικός productive of benefit masc acc comp sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικωτέραις — εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl εὐεργετικωτέρᾱͅς , εὐεργετικός productive of benefit fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικῶν — εὐεργετικός productive of benefit fem gen pl εὐεργετικός productive of benefit masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικόν — εὐεργετικός productive of benefit masc acc sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικώτατον — εὐεργετικός productive of benefit masc acc superl sg εὐεργετικός productive of benefit neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικαῖς — εὐεργετικός productive of benefit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργετικαί — εὐεργετικός productive of benefit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»